- σεκταριστής
- ο, θηλ. σεκταρίστρια, Ν1. οπαδός ή μέλος σέκτας2. άτομο με σεκταριστικές απόψεις και αντιλήψεις, άτομο προσκολλημένο στον σεκταρισμό3. αιρετικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sectarist (βλ. λ. σεκταρισμός, σέκτα)].
Dictionary of Greek. 2013.